Οι κινητοποιήσεις δεν εκδηλώθηκαν αμιγώς αυθόρμητα. Η πυροδότησή τους βοηθήθηκε από τις πρωτοβουλίες, την επιμονή και αποφασιστικότητα αρχικά ελάχιστων δυνάμεων της άκρας αριστεράς (με πρωταγωνιστικό ρόλο και της Σοσιαλιστικής Σπουδαστικής Πάλης), ιδιαίτερα στα μέσα Γενάρη. Σε συνδυασμό με τη βαναυσότητα του νόμου Κεραμέως- Χρυσοχοΐδη, που καταστρέφει τη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση, πετάει εκτός χιλιάδες νέους και επιβάλλει την πανεπιστημιακή αστυνομία, η πρώτη αφύπνιση εξαπλώθηκε, πέρασαν από το αρχικό κατώφλι λίγων εκατοντάδων στις μαζικότερες φοιτητικές κινητοποιήσεις τουλάχιστον της τελευταίας 10ετίας, με αρκετές χιλιάδες κόσμου. Μετά από χρόνια, φοιτητές και νέοι, σπάζοντας στην πράξη τις χουντοαπαγορεύσεις, βγήκαν στο προσκήνιο, ξαναπιάνοντας το νήμα του αγώνα και συμβάλλοντας στην φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ωστόσο, αυτό το φοιτητικό κίνημα ήταν σχεδόν αδύνατο να ανατρέψει αυτή την στιγμή το νόμο, για τέσσερις βασικούς λόγους:
α) Η εφαρμογή του για την ελληνική αστική τάξη και ελίτ, άρα και για την κυβέρνηση, αποτελεί μονόδρομο. Είναι απαραίτητο για τους νεοφιλελεύθερους να επιβάλλουν τη βίαιη προσαρμογή της εκπαίδευσης στα δεδομένα της νέας χρεωκοπίας και κρίσης του ελληνικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό τα περιθώρια της κυβέρνησης να υποχωρήσει είναι εξαιρετικά στενά. Για να της επιβληθεί μια υποχώρηση, θα έπρεπε οι φοιτητές να ανδρώσουν ένα ρωμαλέο κίνημα, που θα παρέσερνε σε συμμαχία τουλάχιστον τους μαθητές και εκπαιδευτικούς, θα συντονιζόταν με άλλα κομμάτια σε κινητοποίηση (π.χ. υγειονομικοί), θα πυροδοτούσε λίγο-πολύ μια εξέγερση. Αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις (κλειστές σχολές, ωρίμανση της συνείδησης, πολιτική των αριστερών δυνάμεων κ.ά.) δεν ήταν έτοιμες να συγκλίνουν σ’ αυτό το μήκος κύματος. Το πογκρόμ καταστολής της κυβέρνησης ενεργοποίησε τα αντανακλαστικά και μια διάθεση αντίστασης της νεολαίας (π.χ. ενάντια στις εισβολές των ΜΑΤ στο ΑΠΘ), μπολιάζοντας ισχυρά την κίνηση ενάντια στο νόμο. Ωστόσο αυτό δεν ήταν αρκετό για να ξεπεραστούν άμεσα οι αδυναμίες.
β) Οι φοιτητές συμμετείχαν μαζικά σε διαδηλώσεις, αλλά αυτό δεν επηρέασε ουσιαστικά τις γενικές συνελεύσεις, καταλήψεις και συντονιστικά των συλλόγων, που έμειναν σε μικρά μεγέθη.
γ) Οι φοιτητές μπήκαν σ’ αυτό τον αγώνα με μεγάλες αδυναμίες στην πολιτική ανάλυση, τη συνείδηση και πρακτική τους. Εμπόδια και πληγές που κουβαλούν τουλάχιστον από την προηγούμενη 5ετία και εντοπίζονται κυρίως, πρώτο, στη μη αντίληψη της κρίσης-χρεωκοπίας του ελληνικού καπιταλισμού, δεύτερο, στην εξάπλωση μιας αποπολιτικοποίησης, τις ωδές στην «ατομικότητα», την απαξίωση της οργανωμένης πάλης, την έλλειψη εμπειριών αυτοοργάνωσης και ενεργούς συμμετοχής κ.ά. Με αυτά τα βαρίδια, είναι δύσκολο να αναπτυχθεί η πίστη και αποφασιστικότητα ότι παλεύουμε για τη νίκη με κάθε τίμημα.
δ) Το κίνημα δεν πήρε πανελλαδικές διαστάσεις. Βασικός λόγος είναι ότι εμποδίστηκε συνειδητά από τους γραφειοκράτες και ρεφορμιστές, παλιούς και νέους, των ΠΚΣ / ΚΝΕ και ΕΑΑΚ. Σε σύμπραξη διαρκώς περιόριζαν και έκλειναν τις κινητοποιήσεις και συνελεύσεις στην Αθήνα και τις περισσότερες πόλεις της περιφέρειας, ενώ εφάρμοσαν μια πρωτοφανή υποκατάσταση και απονέκρωση των συλλογικών διαδικασιών («συσκέψεις» και «δελτία τύπου» των ΔΣ κ.ά.). Χωρίς να κεντράρουν στην ανατροπή του νόμου με έναν αγώνα διαρκείας, έφτασαν ως και το σημείο να παίζουν τον ρόλο ενός είδους «μπλοκ αντικατάληψης».
Αυτό επιβάρυνε τις αδυναμίες στη συνείδηση και πρακτική των φοιτητών. Πάνω σε αυτά, άλλωστε, πάτησαν και διάφορα αυτόνομα / ελευθεριακά σχήματα, που αν και εμφανίστηκαν ως συνεχιστές του αγώνα, συνέβαλαν επίσης, λόγω των τεράστιων πολιτικών αδυναμιών τους, στον αποπροσανατολισμό, ιδιαίτερα με το χάιδεμα των αντιδραστικών αντανακλαστικών και την αναπαραγωγή της νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας «ενάντια σε κόμματα / παρατάξεις».
Ωστόσο, παρά τις αδυναμίες του, αυτό το «ιδιότυπο» φοιτητικό κίνημα, με τον διαρκή αγώνα του όλους αυτούς τους μήνες έχει συμβάλει καθοριστικά στην φθορά της κυβέρνησης της ΝΔ. Ανέδειξε τη βαναυσότητα του νόμου, τον απονομιμοποίησε στην συνείδηση της κοινωνίας. Συνέβαλε στο σπάσιμο της αστυνομοκρατίας, των χουντο-απαγορεύσεων και του λοκ ντάουν στην πράξη. Επίσης, έχει μπλοκαριστεί, έστω μέχρι στιγμής, η είσοδος της αστυνομίας στις σχολές, με τον υφυπουργό Παιδείας Συρίγο να δηλώνει ότι αυτή δεν θα γίνει τον Απρίλη (όπως ήταν το αρχικό «τελεσίγραφο» Χρυσοχοΐδη) αλλά από τέλη Σεπτέμβρη. Όλα αυτά έχουν βοηθήσει στην αποδυνάμωσή της κυβέρνησης, έχουν περιορίσει την ελευθερία κινήσεών της. Μια επιτυχία για τους φοιτητές αλλά και όλη την αγωνιζόμενη κοινωνία.
Ο αγώνας για την ανατροπή του νόμου δεν είναι εύκολος, ούτε πρέπει να περιμένουμε γρήγορα αποτελέσματα. Πρόκειται για αγώνα διαρκείας, όπου οι φοιτητές πρέπει να δείξουμε αντοχή, επιμονή και να συγκρουστούμε με τις ίδιες μας τις αδυναμίες. Πρέπει να παλέψουμε ενάντια στην ατομικοποίηση και αποπολιτικοποίηση, που προωθούν αστικές κυβερνήσεις και ΜΜΕξαπάτησης, αλλά και δυνάμεις μέσα στο φοιτητικό κίνημα. Δεν υπάρχει περιθώριο για αυταπάτες, ότι χωρίς να οργανωθούμε και να συμμετέχουμε ενεργά στις διαδικασίες των συλλόγων μας, θα καταφέρουμε το οτιδήποτε ή ότι θα το καταφέρει κάποιος άλλος για εμάς. Ο μόνος δρόμος που οδηγεί στην ισχυροποίηση του φοιτητικού κινήματος περνάει μέσα από το προχώρημα της συνείδησης των φοιτητών, την αποφασιστικότητα στη συνέχιση του αγώνα και το επίπεδο της οργάνωσης του φκ (συνελεύσεις, επιτροπές, συντονιστικά). Και μάλιστα, ιδιαίτερα μετά τις χουλιγκάνικες και εκφυλιστικές αντιπαραθέσεις των τελευταίων ημερών, έρχεται στην επιφάνεια η ανάγκη μιας σοβαρής αλλαγής των συσχετισμών. Ενισχύοντας μια πραγματικά αντικαπιταλιστική / επαναστατική πολιτική, με επίκεντρο τη ΣΣΠ, ξεπερνώντας όλες τις δυνάμεις που οδηγούν σε αδιέξοδο (ΠΚΣ, ΕΑΑΚ, αυτόνομοι).
Μέχρι τον επόμενο γύρο, το φκ πρέπει να διατηρήσει μια εβδομαδιαία κίνηση και αγωνιστικά γεγονότα – και, κυρίως, να κάνει βήματα σε μια ανασύνθεση και ανασυγκρότησή του, στο άνοιγμα και βάθεμα ενός απολογισμού και μιας συζήτησης, που θα βοηθήσει την αναζωογόννηση συνελεύσεων, επιτροπών, συντονιστικών. Να αποτελέσει μια «γέφυρα» σύνδεσης με άλλους αγώνες της περιόδου και ιδιαίτερα να ενωθεί με τους μαθητές. Απαραίτητο βήμα είναι η σύνδεσή του αγώνα των φοιτητών με το εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα την στόχευση της πάλης ενάντια στο νέο αντεργατικό νομοσχέδιο Χατζηδάκη. Οι φοιτητές είμαστε οι αυριανοί εργαζόμενοι, η ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου αφορά τα εργασιακά δικαιώματα και το μέλλον μας. Φοιτητές, μαθητές, εργαζόμενοι να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να ανατρέψουμε την κυβέρνηση της φτώχιας και της βίας, την πολιτική που μας θέλει σκλάβους στον 21ο αιώνα.